- κοβαλτοαμίνες
- οιχημ. συνοπτική ονομασία τών σύμπλοκων αμμωνιακών παραγώγων τού δισθενούς κοβαλτίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cobaltoamines < cobalt- (πρβλ. κοβάλτιο) + συνδετικό φωνήεν -ο- + -amines (πρβλ. αμίνες)].
Dictionary of Greek. 2013.